σκυρόδεση

σκυρόδεση
[-ι ς (-εως)] η бетонная кладка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκυρόδεση" в других словарях:

  • σκυρόδεση — και σκιρόδεση και σκιρρόδεση, η, Ν κτίσιμο οικοδομής με σκυρόδεμα, δόμηση με τη χρήση σκυροδέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + δέση (< δένω)] …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεση — η χτίσιμο με σκυρόδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιρ(ρ)όδεση — η, Ν βλ. σκυρόδεση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»